Τρίτη 27 Σεπτεμβρίου 2016

ΧΑΜΟΓΕΛΟ ΑΓΓΑΡΕΙΑ

Σ' ένα υγρό σοκάκι ζεις
Με δυο κουβέρτες προσπαθείς να ζεσταθείς
Ένα παλιό παλτό νομίζεις κρύβει τη βρωμιά σου
Ένα καπέλο τα μακριά και κατσαρά μαύρα μαλλιά σου

Χαμογέλα στον περαστικό
μπας κι αφήσει κανένα ψιλό
Το ξέρω πως δεν το θέλεις, πάλι
Το 'χεις ανάγκη όμως, και η ανάγκη αυτή στο επιβάλλει

Μια φυσαρμόνικα να σου κρατάει συντροφιά
Μα ξέρεις μόνο μια 'γαπημένη σου ροκιά
Κι ο πιο καλός σου φίλος είναι το κρασί
Θέλω να ξέρεις πως αυτή η γειτονιά σ'αγάπησε πολύ

Έλα, πούλα λίγη χαρά
Όπως και οι άλλοι, υποκρίσου για λεφτά
Το ξέρω πως δεν το θέλεις, πάλι
Το 'χεις ανάγκη όμως, και η ανάγκη αυτή στο επιβάλλει

Σε λίγ' ο ήλιος πάλι θα κρυφτεί
Και στη γωνιά σου έχεις τώρα μαζευτεί
Παραμιλάς ξανά μονάχος με μανία
Το σάπιο κίτρινο χαμογελό σου κατέντησε πια μι' αγγαρεια

Ζητιανεύεις, ζητιανεύω χαρά
Δως μου λίγη ακόμα για μια τελευταία φορά
Το ξέρεις πόσο το θέλω πάλι
Και πως μι' ανάγκη έχω για ένα χαμόγελο μεγάλη

Το ξέρεις κι εσύ, το ξέρω κι εγώ
Τί μας έμεινε στον κόσμο αυτό
Κι όλου του κόσμου το κοινό μας μυστικό
Ένα χαμόγελο μέσα στο άγριο θεριό

Πέμπτη 15 Σεπτεμβρίου 2016

ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ

όταν ξυπνάω το πρωί
αρχίζουν όλα απ' την αρχή

βλέπω μια άγνωστη μορφή
να με κοιτάει πονηρή

άραγε είμαι εγώ αυτός
ή είναι ο άλλος μου εαυτός

Πίσω απ' τον καθρέφτη...

κάτι υπάρχει εκεί πίσω
που δεν μπορώ να εξηγήσω

δεν είναι η ζωή μου αυτή
είναι μια πλάνη φοβερή

κάτι θα ξέρει και γελά
πρέπει να τα περνάει καλά

Πίσω απ' τον καθρέφτη...

εκεί που σε ξυπνούν τραγούδια
δεν μαραζόνουν τα λουλούδια

όλοι σου δίνουνε το χέρι
και κανείς δεν υποφέρει

σ' όλους λέω καλημέρα
κι έχει καθαρό αέρα

Πίσω απ' τον καθρέφτη...

μποτιλιάρισμα στο δρόμο
και φριχτό έχω πάλι πόνο

μα τώρα ο άλλος μου εαυτός
στο πάρκο θα 'ναι αραχτός

όταν εδώ όλοι δουλεύουν
γλεντούν μεθούνε και χορεύουν

Πίσω απ' τον καθρέφτη...

η ψυχή μου όταν ξεσπάει
ένα δάκρυ μου κυλάει

με ουσίες μαγικές
ζω στιγμές φανταστικές

πίσω απ' τον καθρέφτη πάω
και ποτέ πια δε γυρνάω

Σπάω τον καθρέφτη...

συνέρχομαι την άλλη μέρα
μα βρώμικο έχει αέρα

είναι ένα όνειρο κακό
ή πάλι είμαι ακόμα εδώ

δεν θέλω να 'χω πια ελπίδα
ούτε μία ηλιαχτίδα

Σπάω τον καθρέφτη...
Τον πιο μεγάλο ψεύτη...

το κατάλαβα αργά
αργόσυρτα κι αποκαλυπτικά

στο τέλος, τέλεια και τελικά
εγώ ήμουν το είδωλο και όχι όλ' αυτά

Κυριακή 11 Σεπτεμβρίου 2016

ΣΥΝΕΙΡΜΟΙ

Θεσσαλονικη μου γλυκιά δεν σ` απαρνιέμαι
Την υγρασία όμως κάποιες μέρες καταριέμαι
Τα κούφια κόκκαλα της μάνας μου πονάει
Τ άδειο μου πρόσωπο πολύ βαθιά τρυπάει

Ό,τι αγαπάς έχει τη δύναμη να σε πληγώσει
Και τελικά με θέρμη και στοργή να σε σκοτώσει
Στο δέρμα μαύρα βγάζω σημάδια
Ειναι η κακία μου που με τυραννάει τα βράδια

Σε θέλω διπλά μου ό,τι κι αν χάσω
Κι όλο το χρόνο μου με χαρά θα σε κεράσω
Ακόμα κι όταν βαθιά γερνάω
Όλη τη μέρα μου μαζί σου θέλω να περνάω

Είσ` ένας φίλος που έχω να δω χρόνια
Μα όσο περνά καιρός σε νιώθω πιο κοντά ακόμα
Είσαι μια μάνα που δεν έχει προσδοκίες
Χαζομπαμπάς που χαίρεται του γιου του τις βλακείες

Με μια αγκαλιά σου θα με κάνεις να ξεχάσω
Πιο αληθινά από ποτέ θα σου χαμογελάσω

Κάτι ξεκάθαρο
Κάτι απλό
Για να κουρνιάσω και στη ζέστη του να κοιμηθώ

Πέντε λεπτά ακόμα
Να ξεκουράσω
Το φορτισμένο μου κεφάλι θέλω να αδειάσω

Μη μου ζητά κανείς
Αν δεν ρωτήσω
Από υποχρέωση δεν πρόκειται να αγαπήσω

Αν αγαπήσεις την καρδιά σου θα πληγώσεις
Αν παίξεις μπάλα τα παπούτσια σου θα λερώσεις

Δεν θα ακούσω άλλες απαγορεύσεις
Κανε κι έσυ το ίδιο όταν μπορέσεις

Τι θα `ρθει άυριο κανείς δεν ξερει
Κι όποιος πολύ το σκέφτεται στο τέλος  υποφέρει

Μπορείς να φύγεις
Να ταξιδέψεις
Και κάθε νέο κόσμο σίγουρα θα μαγέψεις

Όσο το θέλουμε
Κι εγώ κι εσύ
θα μοιραστούμε την ψυχή και το κορμί

Σάββατο 6 Αυγούστου 2016

Χρώματα

Το είδα.
Το βίωσα.
Υπάρχουν.
Το ξέρω.
Δεν ξαναξεχνώ.
Το ζω.

Πέρα απ'τα παστριλίκια.
Πέρα από την παρακμή.

Βλέπω τα πλήθη να περνάνε χαμένα στο λευκό θόρυβο.
Μα μέσα εκεί, μεταμφιεσμένα στους ρόλους της ροής, υπάρχουν και τα χρώματα.

Τα χρώματα τα ξεχωρίζεις από το γλυκό τους βλέμμα.
Τα χρώματα τα ξεχωρίζεις από τη σιγανή φωνή τους.
Τα χρώματα δεν έχουν ανάγκη από περγαμηνές και στολίδια.
Τα χρώματα δεν ταιριάζουν όλα μεταξί τους.
Τα χρώματα δεν μπορούν να κρυφτούν.

Είναι πολλά.
Ειναι διαφορετικά.
Μπλέκονται το ένα με το άλλο και φτιάχνουν καινούρια χρώματα.
Σ' όποιον αρέσουν τα νεογνά χρώματα. Στ'αρχιδια τους κι όλας.
Χρώματα είναι, δεν έχουν κάτι να φοβηθούν.
Κάποιοι αηδιάζουν με τα ασύμβατα χρώματα, μα κάποιοι άλλοι λατρεύουν την ποικιλία.

Συνάντησα τις προάλλες ένα χρώμα στη στάση.
Ήθελε να ρουφήξει τον καρκίνο στα πνευμόνια του με αντάλλαγμα πέντε λεπτά δικά του.
Καλό ντιλ.
Πήγε να άναψει μια, πηγε δύο...
Του προσέφερα φωτια.
"Σ'ακουσα να παιδεύεσαι" του λέω.
Τότε το χρώμα άναψε μια τρίτη και το τσιγάρο πήρε.
Με κόιταξε, με αναγνώρισε και μου είπε.
"Η τρίτη είναι η καλή".

-Πως σε λένε φίλε;
-Σίμο. Εσένα;
-Κώστα.

Ο οδηγός δεν άφησε τον ταλαίπωρο,λαχανιασμένο,ιδρωμένο και γυρτό γεράκο να μπει
γιατί "δεν ήταν στην στάση". Ο γεράκος νομίζω ήταν πορτοκαλί με ροζ. Όπως κάτι ηλιοβασιλέματα της Θεσσαλονίκης.

Ένα γκρίζο προχωρημένης ηλικίας, με κρυμμένα τα μάτια πίσω από το γυαλί του Tom Cruise, φωνάσκησε χαρούμενο: "Μη τον αφήνεις να μπει. Έτσι μπράβο".

Τότε ο Σιμος ο κίτρινος κι εγώ κοιταχτήκαμε αυθόρμητα και μειδιάσαμε.
Ήρθε η ώρα του και μου είπε καλή δύναμη πριν φύγει.
Ανταπέδωσα, αλλά δεν θα σας πω τι του είπα, να με συγχωράτε.

Περπάτησα στον ήλιο, μ'ενα τσιγάρο στο αυτί να μου δίνει κουράγιο.
Χώνεψα ολό αυτό, που καποτε θα το άφηνα απαρατήρητο.
Μπήκα στο γραφειο με μια καλημέρα.
Από τότε έιμαι λίγο πιο κίτρινος.

Τα χρωματα όταν μπλέκονται με αποχρώσεις του μαύρου και του λευκού δεν αλλάζουν.
Γινονται λίγο πιο φωτεινά η λίγο πιο σκούρα αλλά παραμένουν το ίδιο χρώμα.

Αν είσαι χρώμα, έλα να μπλεχτούμε.
Το ρισκάρω.

Παρασκευή 29 Ιουλίου 2016

Ευτυχώς

Κεραυνός εν αιθρία.
Μια φλογερή κόκκινη πιτσιλιά
Στο μαύρο φόντο της κουρασμένης ψυχής.

Ενα πεφταστέρι
Στη σκοτεινή νυχτα της ρουτίνας.

Ησουν εκεί, ήμουν κι εγω.
Αλλά δε το ένιωσες, γιατ' ημουν άλλος.
Ένιωσες μόνη.
Δεν σ'αδικώ,ίσως εγώ να ήμουν ήδη στα σύννεφα.
Και σε θάυμαζα από ψηλά.

Ήταν άδικο αυτό;
Ήταν καλό;
Ήταν κακό;
Όχι απλά έτσι ήταν.

Άλλος από αυτόν που φαντάστηκες.
Βιαστικός να σου αποκαλυφθώ.
Κι εσύ βιαστική να τα πούμε όλα.

Δεν πρέπει να μιλάς για τα παλιά.
Οι ξωφλημένοι έρωτες είναι απλά σκιές.
Σκιές της ψυχής που από λάθος γωνιά φαίνονται γιγαντες.
Λάθος γωνία διαλέξαμε.
Οι σκιές από ψηλά δείχνουν μικρες.
Μα όταν ζεις δίπλα τους, μοιαζουν με ζωντανοι ανθρώποι.
Απροσκάλεστοι στο μεταξί μας.

Χασαμε τη μαγεία μικρή μου.
Μα δεν πειράζει.

Έσβησε ο έρωτας σαν το χαρτι με τη βενζινη.
Έκαψε δυνατά, γέμισε φως το δωμάτιο.
Αλλά γρήγορα κι απρόσμενα το φως χάθηκε.

Ευτυχως μας έμεινε η εικόνα.
Η ξύλινη βιβλιοθήκη, γεμάτη απο ιστορία, σκέψεις, τρόπους, τόπους και στιγμές.
Και είναι όλα ακόμα εκεί περιμένωντας ένα λυχναρι για να διαβαστουν.

Αλλά τα είδαμε, κι εγω, κι εσύ.
Δεν προλάβαμε να τα ξεσκονισουμε.
Μερικά περάσαν φευγαλέα σαν σινεμα.
Ένα είναι το σίγουρο, ότι είναι ακόμα εκει.

Είσαι μπερδεμένη.
Και ποιος δεν είναι.

Είμαι ένα πληγωμένο λιοντάρι μετά από πολλές μάχες.
Γλυφω το αίμα μου από την τελευταια μαχαιριά ακόμα.

Μα ξέρεις κάτι;
Έχω τις χαρακιές παράσημα.
Ποτέ δεν φοβήθηκα τον ήλιο.

Ρουφάω τις στιγμές μου.
Όπως τον πικρο καφέ.
Όπως τους χυμούς των φρούτων.
Κι εσύ αυτό κάνεις.
Το ξέρω γιατί σε είδα.
Όχι την είκονα σου.
Όχι τα μάτια σου.
Είδα εσένα.

Και η αλήθεια μου.
Είδα ένα ξωτικό.
Είδα κομμάτια του εαυτού μου.
Είδα ένα θησαυρό.

Όποιος σου πεί κατι άλλο, είναι ψεύτης.
Απλά δεν ήσουν ο δικός μου θησαυρός.
Εσύ το είπες, εσύ το ένιωσες.
Και είχες δικιο.

Σαν μικρό παιδι, θύμωσα.
Σα μικρό παιδί πληγώθηκα.
Σα μικρό παιδι έτρεξα στην αγκαλιά σου.

Σα μικρο παιδί, ευτυχώς.
Ευτυχως που μπορω να είμαι ακόμα παιδι.

Ευτυχως, γιατί το πολυ ώριμο το λενε και σαπιο.

Παρασκευή 24 Δεκεμβρίου 2010

Τρίτη 21 Σεπτεμβρίου 2010